μαινίς

μαινίς
μαινίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαινίς — μαινίς, ίδος και ῑδος, ἡ (Α) υποκορ. τού μαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. ίς (πρβλ. κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μαινίδα — μαινίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδας — μαινίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδες — μαινίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδι — μαινίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδος — μαινίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδων — μαινίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίσι — μαινίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίσιν — μαινίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδ' — μαινίδα , μαινίς fem acc sg μαινίδι , μαινίς fem dat sg μαινίδε , μαινίς fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”